- τεπόζιτο
- το, Νβλ. ντεπόζιτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεπόζιτο — και τεπόζιτο, το (Μ ντεπόζιτο) νεοελλ. 1. δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νερού ή άλλου υγρού 2. υλικά τοποθετημένα σε ειδικό χώρο για να χρησιμοποιηθούν όταν χρειαστεί, απόθεμα 3. χρηματικό ποσό που φυλάσσεται στα χέρια τρίτου,… … Dictionary of Greek